Ομηρος Αβραμιδης: Ο πονος βρισκει διεξοδο στην τεχνη

Ξεπερνώντας σήμερα το μισό εκατομμύριο αναγνώστες, ο Κύπριος μυθιστοριογράφος Όμηρος Αβρααμίδης συγκαταλέγεται και αριθμητικά ανάμεσα στους πιο πολυδιαβασμένους αλλά και δημοφιλείς Έλληνες συγγραφείς.

det_1

Γεννημένος στην Κύπρο το 1939 ο Όμηρος Αβραμίδης σπούδασε ελληνική και γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως καθηγητής σε δημόσια σχολεία της Κύπρου. Το 1974-1975 σπούδασε εφαρμοσμένη γλωσσολογία στη Σορβόννη με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως μεταφραστής, επιμελητής βιβλίων αλλά και ως υπεύθυνος σύνταξης σε διαφόρους εκδοτικούς οίκους.

Η σημερινή του επαγγελματική δραστηριότητα περιλαμβάνει εκτός από τη μετάφραση και τη συγγραφή την πρακτόρευση ξένων εκδοτικών οίκων στην Ελλάδα. Όπως ο ίδιος δήλωσε σε πολλές του συνεντεύξεις άρχισε να γράφει σπρωγμένος από την επιθυμία του να βάλει στο χαρτί βιώματα της νεανικής του ηλικίας, ένα από τα οποία, το πιο έντονο, ήταν ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου του 1955-1959.

Έτσι, μέσα από αυτή την εμπειρία γεννήθηκε το πρώτο του βιβλίο το 1997, «Κίτρινη σημαία», που είναι μια μυθιστορηματική εξιστόρηση του αγώνα της ΕΟΚΑ. Τα βιώματά του, το εκάστοτε κοινωνικό περικείμενο αλλά και ένα ιστορικό ή προσωπικό του περιστατικό μπορεί να αποτελέσει για τον ίδιο έμπνευση και ερέθισμα για τη γέννηση μιας νέας ιστορίας ενός καινούργιου μυθιστορήματος. Από το 1997 μέχρι και σήμερα εξέδωσε συνολικά 14 μυθιστορήματα με το τελευταίο του να τιτλοφορείται «Διχασμένη αγάπη».   –Ακριβώς ένα χρόνο πριν δώσατε ξανά στην «Κ» μια συνέντευξη με αφορμή την έκδοση του προηγούμενού σας βιβλίου «Γύρισε σελίδα» και δηλώσατε ότι: «Η τεχνολογία δεν καταργεί το βιβλίο». Η κρίση, όμως, που σήμερα τη βιώνουμε έντονα το καταργεί; Ποιο πιστεύετε ότι είναι το μέλλον του βιβλίου; Είστε αισιόδοξος; Αισιόδοξος πάντα. Ειδικά για το βιβλίο. Και μπορεί η κρίση να επηρεάζει την αγορά του βιβλίου, οι φιλαναγνώστες όμως αυξάνονται συνεχώς κι όσοι δεν μπορούν να αγοράσουν ένα βιβλίο, το δανείζονται από φίλους ή από δανειστικές βιβλιοθήκες. Έτσι κι αλλιώς, μια έρευνα που έκανε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ένας πολυεθνικός εκδοτικός οίκος όπου εργαζόμουν χρόνια, έδειξε πως κάθε βιβλίο που πουλιόταν (τότε) το διάβαζαν τρεις. Τώρα απλώς θα το διαβάζουν δέκα. Η κρίση δηλαδή, μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερες πωλήσεις, αλλά όχι σε λιγότερο διάβασμα.

–Ένα χρόνο πριν, πάλι, συζητήσαμε ξανά για την κρίση. Τότε, τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Σήμερα, η κατάσταση είναι πιο σκληρή και κατ’ επέκταση εδώ στην Κύπρο όλα άλλαξαν. Πώς βλέπετε όλο αυτό που βιώνουμε στο νησί σήμερα; Δυσάρεστο. Και παρά το γεγονός ότι η κρίση είναι σχεδόν παγκόσμια, δεν ξέρω αν στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την κυπριακή ρήση: «Με τους πολλούς ο χάρος εν γλυτσιύς». Η αλήθεια, πάντως, είναι πως στην Κύπρο τα πράγματα είναι λίγο πιο απαλά από την Ελλάδα και μακάρι να μη χειροτερέψουν. Τι άλλο να πει κανείς;

–Πώς επιβιώνει η Τέχνη σε περιόδους κρίσης; Ενστερνίζεστε την άποψη ότι η Τέχνη ανθίζει σε εποχές κρίσης; Ναι, απόλυτα. Προσωπικά έγινα συγγραφέας από μια ανάγκη να βγάλω από μέσα μου τον πόνο από τα παθήματα της πατρίδας μου, της Κύπρου. Ίσως, δεν είναι τυχαίο που «Ο δρόμος του φεγγαριού», που περιγράφει τα δεινά της εισβολής, είναι το πιο πολυδιαβασμένο μου βιβλίο. Πιστεύω πως πολύ συχνά, ο πόνος βρίσκει διέξοδο στην Τέχνη.

–Θα μπορούσε η εποχή σήμερα να αποτελέσει υλικό για ένα καινούργιο, δικό σας μυθιστόρημα; Ναι, σίγουρα. Αλλά αυτό έρχεται μόνο του, σ’ εμένα τουλάχιστον ποτέ δεν είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού.

–Τι μεσολάβησε ανάμεσα στο «Γύρισε σελίδα» και φτάσατε στο «Διχασμένη αγάπη»; Άλλαξαν πράγματα στη δική σας κοσμοθεωρία; Να επαναλάβω πως δεν είναι ζήτημα σχεδιασμού. Αρκεί ένα ερέθισμα για ν’ αρχίσεις να γράφεις. Τότε, το ερέθισμα ήταν η ενόχλησή μου από την κακή μας συμπεριφορά απέναντι σε ξένους που η ανάγκη για επιβίωση έστειλε στην πατρίδα μας. Τώρα ήταν κάτι άλλο.

–Ποιο ήταν λοιπόν το πρώτο ερέθισμα για το καινούργιο μυθιστόρημα και γιατί αυτή η αγάπη είναι «διχασμένη»; Τo ερέθισμα ήταν μια ανάμνηση από τα νεανικά μου χρόνια, το τραγικό δυστύχημα της Φαλκονέρας. Κι η αγάπη εδώ είναι διχασμένη, γιατί η ηρωίδα μου την έδωσε απλόχερα σε κάποιους που άθελά τους της προκάλεσαν μεγάλο κακό. Κι εκείνο το «το άθελά τους» είναι που προκαλεί τον διχασμό. Δεν μπορεί να τους μισήσει, ακριβώς γιατί ξέρει πως την πόνεσαν χωρίς να το θέλουν, μα δυσκολεύεται και να τους συγχωρήσει, γιατί ο πόνος που της προκάλεσαν ήταν αφόρητος.

–Επειδή το νέο βιβλίο σας έχει ως πυρήνα την αγάπη, εσείς πώς έχετε φιλοσοφήσει την αγάπη. Υπάρχουν όρια στην αγάπη; Μήπως ο ρομαντισμός μάς οδηγεί στο να είμαστε πιο απαιτητικοί όσον αφορά στην αγάπη και τον έρωτα;
Η αγάπη, γενικά η αγάπη, είναι ο πυρήνας της ζωής μας κατά τη γνώμη μου. Μπορείτε να φανταστείτε έναν άνθρωπο χωρίς αγάπη; Σίγουρα δεν θα είναι φυσιολογικός. Κι όσο περισσότερο μαθαίνουμε ν’ αγαπάμε το συνάνθρωπό μας, τόσο καλύτεροι γινόμαστε, τόσο για τον εαυτό μας όσο και για τους άλλους. Κι αν θέλετε ν’ αναφερθούμε και στην ερωτική αγάπη, είναι εξίσου σημαντική στη ζωή μας όπως η αγάπη γενικά. Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, εξαρτάται πώς ορίζει κανείς τον ρομαντισμό. Απ’ ό,τι ξέρω, ο επιστημονικός ορισμός είναι πως ρομαντισμός είναι η τάση προς το ωραίο. Μ’ αυτή την έννοια ναι, μας κάνει πιο απαιτητικούς.

–Ξεκινώντας τη συγγραφή ενός βιβλίου πώς δομείται ο χαρακτήρας ενός ήρωα. Είναι κάτι που προϋπάρχει στο μυαλό σας ή αλλάζει κατά τη διάρκεια της συγγραφής; Άλλοτε έτσι κι άλλοτε αλλιώς. Συνήθως προϋπάρχει, δεν είναι όμως σπάνιο ν’ αλλάξει στην πορεία για ν’ ανταποκριθεί στην εξέλιξη του μύθου.

–Μετά το 14ο σας βιβλίο υπάρχει στο μυαλό σας μια νέα ιστορία για ένα 15ο μυθιστόρημα; Πάντα υπάρχει επιθυμία για ένα επόμενο. Μα όπως είπαμε και πριν, πρέπει να εμφανιστεί το ερέθισμα.

–Θεωρείτε ότι υπάρχει μυστικό επιτυχίας; Ναι, είναι το μεράκι γι’ αυτό που κάνεις.

–Γιατί πιστεύετε ότι αγαπιούνται τόσο πολύ τα βιβλία σας;
Μάλλον σ’ αυτό το ερώτημα καταλληλότεροι ν’ απαντήσουν είναι οι αναγνώστες μου.

«Διχασμένη αγάπη», του Όμηρου Αβραμίδη, εκδόσεις Διόπτρα

b_Untitled-1

Μια από τις μεγαλύτερες σύγχρονες τραγωδίες της Ελλάδας, το ναυάγιο της Φαλκονέρας του 1966, που συνέβη κοντά στη βραχονησίδα Φαλκονέρα και έχασαν τη ζωή τους 224 άνθρωποι αποτελεί την κεντρική ιδέα του νέου μυθιστορήματος του Όμηρου Αβραμίδη. Ηρωίδα του βιβλίου είναι η Ελπίδα, μια μοναχοκόρη, γλυκιά και χαριτωμένη που έζησε όμορφα παιδικά χρόνια, απολαμβάνοντας την αγάπη των γονιών και των δασκάλων της.

Ένας εφηβικός ανομολόγητος έρωτας ήρθε ν’ αναστατώσει κάποια στιγμή τη ζωή της, χωρίς όμως σοβαρές επιπτώσεις στον συναισθηματικό της κόσμο. Κι όταν λίγο αργότερα ξεκίνησε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο, το θέμα έρωτας παραμερίστηκε. Μέχρι που εμφανίστηκε ο Παύλος. Όμορφος, έξυπνος και καλλιεργημένος, τη συγκίνησε από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε. Η σχέση τους ξεκίνησε δειλά για να εξελιχθεί σ’ έναν παθιασμένο έρωτα.

Εκείνος από αγροτική οικογένεια, εκείνη από αστική, χρειάστηκε να παλέψουν με τις παραδοσιακές αντιλήψεις της εποχής και τον αυταρχισμό των γονιών για να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να επισημοποιήσουν τον δεσμό τους. Μα κάποια στιγμή τα κατάφεραν. Αδιατάραχτη φαινόταν η ευτυχία τους μέχρι εκείνο το πρωί που η είδηση για ένα τραγικό δυστύχημα τράνταξε όλη την Ελλάδα κι έφερε αφόρητο πόνο στην Ελπίδα. Μα η μοίρα επιφυλάσσει πάντα εκπλήξεις στους ανθρώπους, ευχάριστες και δυσάρεστες.

Leave a comment